Κόκκινο Βουνό:
μια πέριξ του άστεως εγκατάσταση στο Ακρωτήρι

ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ

Αναδημοσίευση του άρθρου “Κόκκινο Βουνό: μία πέριξ του άστεως εγκατάσταση στο Ακρωτήρι”, ΑΛΣ. Περιοδική Έκδοση της Εταιρείας Στήριξης Προϊστορικής Θήρας, τεύχος 8, 2012-2012 (2019), σσ. 154-170.

Τον δεύτερο χρόνο της ανασκαφής στο Ακρωτήρι (1968), ο Σπυρίδων Μαρινάτος παρατηρεί ότι επάνω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στη δυτική ακτογραμμή του Ακρωτηρίου, και σε άλλα μέρη πέριξ του υψώματος των Λουμαράδων, δεν υπάρχουν αποθέσεις ηφαιστειακής τέφρας και ότι η λάβα του προεκρηξιακού τοπίου της Θήρας εμφανίζεται παντού γυμνή (εικ. 1). Για το φαινόμενο της απουσίας των προϊόντων της έκρηξης σε απόσταση τόσο κοντινή του προϊστορικού οικισμού, ο ίδιος δεν μπορεί να δώσει εξήγηση και παραδίδει το ζήτημα προςδιερεύνηση στους ειδικούς, γεωλόγους και ηφαιστειολόγους. Η προσοχή του στρέφεται στο Κόκκινο Βουνό (εικ. 2), το ύψωμα επάνω από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου (εικ. 3), όπου «ἐκτεταμένα πυκνὰ λείψανα τοίχων, ἀλλὰ πτωχῆς διατηρήσεως» «ἀνεφάνησαν κατόπιν μικρᾶς σκαφῆς», διάρκειας μόλις μίας ημέρας, όπως σημειώνει.

Η τηλεγραφική αναφορά στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1968 και στην ανασκαφική έκθεση του ίδιου έτους (Θήρα ΙΙ) ενισχύεται κάπως στο προσωπικό ημερολόγιο του Σπ. Μαρινάτου, όπου διαφαίνεται ότι η επιθυμία του να ερευνήσει το πλησιόχωρο του Ακρωτηρίου ύψωμα υπήρξε προϊόν ώριμης και ελπιδοφόρας σκέψης για το εγχείρημα. Σε αυτό μαθαίνουμε ότι η έρευνα στην κορυφή του Κόκκινου Βουνού διενεργήθηκε την Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 1968. Η αναφορά σε «νέα δοκιμή» μαρτυρεί ότι είχε προηγηθεί και άλλη απόπειρα έρευνας στον χώρο.

Η ανασκαφική έρευνα στην ανώτερη επίπεδη ζώνη του Κόκκινου Βουνού είχε σαφώς διερευνητικό και όχι ερευνητικό χαρακτήρα. Από αυτήν προέκυψαν ευρήματα που, κατά τον Σπ. Μαρινάτο, «δεικνύουσιν τὴν εὐμάρειαν τῶν κατοίκων», δηλαδή, «ὄστρακα ὡραίας κεραμεικῆς, τεμάχιο μετάλλου καὶ τεμάχια γραπτῶν κονιαμάτων». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει «τεμάχιον ἐκ τοῦ χείλους μεγάλου σκεύους συγκείμενον ἐξ ὡραίου φλεβωτοῦ μαρμάρου», το οποίο και ιχνογραφείται στο προσωπικό ημερολόγιο.

Ηεπίπεδη έκταση της κορυφής του Κόκκινου Βουνού (εικ. 1) είναι αγαπημένος κυνηγότοπος κουνελιών (κουναδιών) για τους Ακρωτηριανούς, ωστόσο, έως τη δεκαετία του 1970, καλλιεργούνταν από τον ιδιοκτήτη Τάσο Αρβανίτη, επίσης, ιστορική φυσιογνωμία των πρώτων ανασκαφών, λόγω της φιλίας του με τον Μαρινάτο από την εποχή του μικρού ταβερνείου και μετέπειτα ξενοδοχείου στην παραλία.

Στο Κόκκινο Βουνό ανεβαίνεις, είτε ακολουθώντας το απόκρημνο μονοπάτι των ντόπιων κυνηγών, αμέσως πίσω από το εκκλησάκι του Άη Νικόλα, είτε πηγαίνοντας από την ηπιότερη βόρεια πλαγιά του υψώματος, στο διάσελο που σχηματίζει η μαύρη λάβα προς την Κόκκινη Παραλία. Όποιο μονοπάτι και να ακολουθήσει κανείς, απαντά πυκνά λείψανα εξόρυξης μεγάλων όγκων κόκκινου πυρομβρίτη (εικ. 4), από τον οποίο, προφανώς, προήλθε σημαντικός όγκος του οικοδομικού υλικού της προϊστορικής πόλης.

Η τάφρος, την οποία διένοιξε ο Σπ. Μαρινάτος, διακρίνεται ακόμα και σήμερα στο ανώτερο επίπεδο σημείο του Κόκκινου Βουνού, με τη μορφή ορύγματος μήκους περίπου 4 μ., μικρού πλάτους (λόγω των χωμάτων που έκτοτε τη γέμισαν) και βάθους 0,80-1,00 μ. (εικ. 5). Στις παρειές του ανασκαφικού ορύγματος, η συγκέντρωση κεραμικής και, κυρίως, κονιαμάτων εμφανίζεται ακόμα σημαντική, αποδεικνύοντας ότι οι εργασίες στην τάφρο έφτασαν στον ορίζοντα ενός οικοδομημένου χώρου, αφού τριγύρω βρέθηκαν λείψανα τοίχων.

Ο μεγαλύτερος όγκος γραπτών κονιαμάτων περισυνελέγη το 1968 (εικ. 6). Μικρότερες ομάδες συγκεντρώθηκαν κατά τις περιοδεύσεις του 1999, 2003, 2010-2013 από τον γράφοντα, και πρόκειται για μικρά σπαράγματα που είχαν αναφανεί στο μεταξύ από τις αποπλύσεις των βροχοπτώσεων. Ο καθαρισμός τους έγινε το 2013 στο Εργαστήριο Τοιχογραφιών της Ανασκαφής Ακρωτηρίου, στο πλαίσιο της συ- στηματικής αποθήκευσης του υλικού των επιφανειακών περισυλλογών και της αξιολόγησής του (εικ. 7). Τα τοιχογραφικά σπαράγματα του Κόκκινου Βουνού, στο σύνολό τους ανασυρμένα από τα πρανή της τάφρου Μαρινάτου, μπορούν να διακριθούν στις εξής κατηγορίες:

1. Μονόχρωμα, ερυθρού, μελανού,γαλάζιου χρώματος, ή άβαφα (λευκό κονίαμα) (εικ. 8, 9).

2. Ταινίες ερυθρές, μελανές και γαλάζιες σε επαφή με άβαφη επιφάνεια ή ενδιάμεση άβαφη ταινία,προερχόμενα από χρωματιστές ζώνες, που, κατά πάγια τακτική, βρίσκονται στο επάνω μέρος των γραπτών τοίχων. Τα σπαράγματα αυτά συνηθέστατα σώζουν λεπτές εγχαράξεις ή αποτύπωμα τεντωμένου νήματος (σπαγγιά), που ορίζουν το πάχος των ταινιών και ελέγχουν την ευθύγραμμη πορεία του χρωστήρα (εικ. 8, 9).

3. Μεγαλύτερα κομμάτια από κατακόρυφα (πλαϊνά) τελειώματα τοιχογραφιών που σώζουν το γύρισμα στη γωνία του τοίχου και μικρότερα που σώζουν το επίπεδο τελείωμα σε ξύλο. Αυτά είναι λευκά, μελανά ή γκρίζα και πορτοκαλόχρωμα (εικ. 10).

4. Ένα πορτοκαλόχρωμο σπάραγμα κονιάματος σώζει τμήμα καμπυλόγραμμου τελειώματος από την επαφή του άνω ορίου της τοιχογραφίας με δοκό της οροφής (εικ. 10). Ανάλογα σπαράγματα σπανίζουν ακόμα και στον οικισμό, με καλύτερα παραδείγματα δύο τοιχογραφίες της Ξεστής 3, μία ζωφόρο πορτοκαλόχρωμων σπειρών (ΑΛΣ 7, εικ. 24) και την παράσταση κυνηγών ταύρου.

5. Σπαράγματα που σώζουν συνδυασμούς χρωμάτων ή υπολείμματα αδιάγνωστων γραπτών θεμάτων. Ένα σπάραγμα, ίσως, προέρχεται από φύλλα γκρίζων καλαμιών και ένα δεύτερο, ίσως, από τον κίτρινο ημιδιάφανο θύσανο ανθισμένου καλαμιού (εικ. 11).

6. Ανάμεσα στα σπαράγματα που εντοπίστηκαν τον Φεβρουάριο του 2013 και είχαν έλθει στο φως κατά τις βροχοπτώσεις του χειμώνα (εικ. 12), ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι έντονα διαβρωμένο θραύσμα (αφέθηκε κατά χώραν) με τρίχρωμη διακόσμηση κάθετα τεμνόμενων ταινιών, που ορίζονται από βαθιές σπαγγιές (εικ. 13, 14). Επί της μαύρης πλατιάς ταινίας του κάτω μέρους (στην εικόνα), ακολουθεί λεπτή ωχρή ταινία και λοξά επ’ αυτών αρχίζει τμήμα κόκκινου αδιάγνωστου θέματος.

Τα παραπάνω σπαράγματα προέρχονται από περισσότερες επιφάνειες επιτοίχιων γραπτών συνθέσεων, όπως δείχνουν το πάχος, η διαφορά στην επιμέλεια του κονιάματος, στις εγχαράξεις και τις σπαγγιές, και η χρωματική ποικιλία των σωζόμενων γραπτών θεμάτων. Να σημειωθεί, επιπλέον, ότι παρόλη τη μακρά έκθεση στην αιολική διάβρωση (εικ. 15), το νερό και τον ήλιο, η ποιότητα των περισσότερων από αυτά τα τοιχογραφήματα (ως προς την εξαιρετική λείανση του κονιάματος, την ένταση και την ομοιογένεια των χρωμάτων) τεκμηριώνει επιμελημένη κατασκευή για τα κτήρια που είχαν ιδρυθεί στην κορυφή του Κόκκινου Βουνού.

Ανάμεσα στα επιφανειακά ευρήματα που περισυνελέγησαν τα πρόσφατα χρόνια από την περιοχή πέριξ της τάφρου Μαρινάτου, ξεχωρίζει τμήμα πήλινου ημισφαιρικού σκεύους, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχουν κατάλοιπα χαλκού (εικ. 16). Πρόκειται για τμήμα από μεταλλουργικό χωνευτήρι, συνηθισμένο εύρημα στην ανασκαφή του οικισμού, αλλά οπωσδήποτε ενδιαφέρον τεκμήριο για την κατά χώραν άσκηση μεταλλουργικής δραστηριότητας στις εγκαταστάσεις που υπήρχαν στο γειτονικό ύψωμα.

Η κεραμική που βρίσκει κανείς διάσπαρτη στο ύψωμα (πολύ πυκνότερα στην περιοχή της τάφρου και αραιότερα στα άλλα σημεία του Κόκκινου Βουνού) δεν εντυπωσιάζει σε κάποιο χαρακτηριστικό της, καθώς τα όστρακα είναι κυρίως φθαρμένα και τα περισσότερα σήμερα φαίνονται ακόσμητα.

Δεν είναι γνωστό τo αρχικό βάθος της τάφρου Μαρινάτου, ούτε υπάρχει αναφορά εάν η ανασκαφή έφτασε στον βράχο, όπου θεμελιώθηκαν τα πέριξ κτήρια. Μάλλον δεν έγινε τίποτα τέτοιο, αφού δεν σημειώνονται ανάλογα στοιχεία στο λεπτομερές ημερολόγιο του ανασκαφέα. Εάν, λοιπόν, η ανασκαφή δεν προχώρησε, είναι λογικό τα σπαράγματα των τοιχογραφιών (ανεσκαμμένων και επιφανειακών) να είναι χρωματικά ασυνάρτητα και να μην υποψιάζουν για τη θεματολογία των αρχικών τους επιφανειών.

Η απουσία ηφαιστειακής τέφρας από την επιφάνεια και τα πρανή του Κόκκινου Βουνού επιτρέπει τη διαγνωστική περιόδευση και επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στο πλησιέστερο πέριξ του οικισμού του Ακρωτηρίου τοπόσημο της περιοχής, που διατηρεί την προεκρηξιακή φυσιογνωμία του. Εφόσον η επίχωση αμέσως νότια της ανασκαφής και μέχρι τη σημερινή ακτογραμμή είναι έργο της έκρηξης και η κολπώδης πεδινή ζώνη που περιτρέχει τη Μεσοβούνα και καταλήγει στο Μαύρο Ραχίδι ήταν πιθανότατα το φυσικό λιμάνι του οικισμού, λογικά, ο βραχώδης όγκος του Κόκκινου Βουνού ήταν μια γλώσσα γης που εισχωρούσε αρκετά στη θάλασσα, διαμορφώνοντας τον φυσικό δυτικό του λιμενοβραχίονα. Συνεπώς, το σημείο αυτό ήταν κομβικής σημασίας για τις λειτουργίες του λιμένος, καθώς –ιδίως η επίπεδη ράχη του– εξασφάλιζε την απαραίτητη θέα προς τις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού (εικ. 17), το ανοιχτό πέλαγος και την Κρήτη. Λογικά δε,στο σημείο εκείνο θα περιμέναμε κάτι περισσότερο από ένα μικρό φυλακείο για την προστασία του οικισμού· θα περιμέναμε μία ανεπτυγμένη εξω-αστική εγκατάσταση εποπτείας και ελέγχου του λιμανιού, αλλά και της πεδινής ζώνης του οικισμού, που θα εκάλυπτε τη νότια ακτογραμμή, έως και τον ορεινό όγκο του Προφήτη Ηλία.

Η πόλη του Ακρωτηρίου ταυτίζεται με ασφάλεια με την πόλη που παριστάνεται στο δεξιό ακραίο τμήμα της Νότιας Μικρογραφικής Ζωφόρου, σύνθεσης που κοσμούσε το Δωμάτιο 5 της Δυτικής Οικίας (εικ. 18). Στην τοιχογραφία αυτή, η πόλη σχηματίζει μία βραχώδη, δίλοφη χερσόνησο στο επάνω από τη θάλασσα τμήμα της (εικ. 19), την οποία ο Χρ. Ντούμας, έχει από χρόνια ταυτίσει με τα υψώματα του Κόκκινου Βουνού και της Μεσοβούνας (εικ. 20). Στον δεύτερο, λοιπόν, κατά σειρά λόφο, αριστερά του οικισμού, εικονίζεται ένα τριμερές(;) συγκρότημα (το κτήριο Κ9 στη σχεδιαστική αποκατάσταση της Χρ. Τελεβάντου, που μελέτησε διεξοδικά την όλη σύνθεση), με δεξιότερο το τμήμα μεγάλης θύρας να υψώνεται από την κορυφογραμμή (εικ. 19), και από κάτω, στα πρανή της χερσονήσου, αποδίδεται ένα ευρυμέτωπο επίμηκες οικοδόμημα με συνεχόμενα μαύρα τρίγωνα σε πέντε, τουλάχιστον, επάλληλες σειρές. Στο κτήριο αυτό (Κ8 στην αρίθμηση της Τελεβάντου, εικ. 18), τα μαύρα τρίγωνα έχει θεωρηθεί ότι αποδίδουν παραδοσιακούς περιστερώνες των νησιών (Σπ. Μαρινάτος) ή κυψέλες (D. Page), ενώ, πρόσφατα, ο Λ. Ζώρζος υποστήριξε ότι αποδίδουν τις τριγωνικές υπόσκαφες σπηλιές που υπάρχουν έως σήμερα στην ακτογραμμή, επάνω από τα Μέσα Πηγάδια. Η τελευταία πρόταση θα οδηγούσε στην πιθανή ταύτιση του υψώματος με τον Αρχάγγελο, όπου, επίσης, υπάρχουν λείψανα εγκατάστασης.

Εδώ, όμως, με σαφήνεια αποδίδεται ότι το ροδόχρωμο ευμέγεθες κτήριο βρίσκεται ακριβώς επάνω από την ακτή, δίπλα στην πόλη. Ίσως, λοιπόν, αυτό να ήταν αποθήκη αγαθών με μικρά τριγωνικά παράθυρα, που θα εξασφάλιζε την καλή δια- τήρηση των εμπορευμάτων, τα οποία έφταναν ή φορτώνονταν στο λιμάνι της πόλης. Μία άλλη υπόθεση για το ιδιαίτερης όψης κτήριο είναι αυτή της δεξαμενής περισυλλογής όμβριου ύδατος, η οποία, επίσης, θα απαιτούσε πολλαπλά ανοίγματα εξαερισμού.

Το υπερκείμενο κτήριο, που ελάχιστα σώζει η τοιχογραφία στο σημείο εκείνο, έχει θεμελιωθεί επάνω στην ανώτερη επιφάνεια του δεύτερου χαμηλού λόφου, στα αριστερά του οικισμού, προς τον οποίο κατευθύνονται τρεις δρομείς. Στο ύψωμα, διακρίνονται κτήρια ενωμένα μεταξύ τους: το ευρύτερο πρώτο είναι διμερές, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της κορυφής του λόφου και οι πυκνές γραμμές στις «στήλες» των προσόψεών του, ίσως, αποδίδουν το ισόδομο σύστημα λαξευτών λίθων. Σε θυραίο (;) άνοιγμα του πρώτου τμήματος, ακριβώς στο φρύδι της κατωφέρειας του λόφου, παριστάνεται ανδρική μορφή στραμμένη αριστερά, σαν να εποπτεύει τους λόφους ή να παρακολουθεί τη δραστηριότητα που εξελίσσεται στη θάλασσα. Κολλητά, στα δεξιά του κτηρίου, αποδίδεται μακρόστενο θυραίο άνοιγμα. Το κτίσμα έχει ερμηνευθεί μέχρι σήμερα, κυρίως, ως παρατηρητήριο, ωστόσο, η τριπλή του πρόσοψη, το ύψος και η ευρεία επιφάνειά του, που καταλαμβάνει την ανώτερη έκταση του λόφου, προδίδουν ότι είναι ένα σημαντικό οικοδόμημα, το οποίο –εάν υποτεθεί ότι μπορεί να ταυτισθεί με τα λείψανα στο Κόκκινο Βουνό– ήταν, επιπλέον, τοιχογραφημένο.

Η Μικρογραφική Ζωφόρος, λοιπόν, αποδίδει πυκνή δόμηση στον γειτονικό του οικισμού λόφο, αλλά και πυκνή ανθρώπινη δραστηριότητα, αφού τα κτήρια κατοικούνται. Προς αυτά σπεύδουν άνδρες από τον οικισμό, είτε για να αναγγείλουν κάτι, είτε (πιθανότατα) για να έχουν καλύτερη εποπτεία των όσων σημαντικών εξελίσσονται στο λιμάνι και την ανοικτή θάλασσα.

Ενδιαφέρον στην ίδια τοιχογραφία παρουσιάζει ακόμα η ακτογραμμή της βραχοπλαγιάς, με μικρή χερσόνησο να ορίζει έναν λιμένα για μεγάλα πλοία στα δεξιά και έναν όρμο για βάρκες στα αριστερά. Εάν οι ταυτίσεις ευσταθούν, τότε δίπλα στον μεγάλο λιμένα (Μαύρο Ραχίδι) και δυτικά του Κόκκινου Βουνού (εικ. 21) υπήρχε ορμίσκος πλοιαρίων, πιθανόν σε σημείο της σημερινής Κόκκινης Παραλίας. Η παράσταση ανθρώπων που, αποδοσμένες εκτός κλίμακας του τοπίου, ώστε να διακρίνονται από τον θεατή που κοιτούσε από κάτω τη ζωφόρο, τρέχουν από την πόλη στο βουνό (επάνω) και μεταφέρουν αγαθά από το λιμάνι προς την πόλη (κάτω), δείχνουν μία πολυσύχναστη περιοχή που ανήκει στη ζωτική ζώνη συναλλαγών, παρά αποδίδουν ένα απομακρυσμένο φυλακείο κορυφής. Με κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν συμφωνεί ούτε ο όγκος των κτηρίων, ούτε η πολυμορφία της πρόσοψής τους.

Οι πρόσφατες ανασκαφές στο Ακρωτήρι (1999-2003) ενίσχυσαν τα δεδομένα που παλαιότερα είχαν οδηγήσει στην ταύτιση της πόλης V της Μικρογραφικής Ζωφόρου με το ίδιο το Ακρωτήρι, βεβαιώνοντας επιπλέον ότι ο οικισμός είχε αναπτυχθεί κατά το μήκος βραχώδους χερσονήσου που εισχωρούσε στη θάλασσα, σχηματίζοντας δύο κόλπους ένθεν και ένθεν, όπου πιθανότατα αναπτύχθηκαν τα δύο λιμάνια της πόλης (εικ.21). Εάν συμβαίνει αυτό, τότε το δεύτερο (ανατολικό) λιμάνι αναπτυσσόταν στον σημερινό Ποταμό, αλλά δεν παριστάνεται στην τοιχογραφία, που σταματά ακριβώς με την «περιγραφή» της κτιστής προκυμαίας και το πολυώροφο κτήριο, που ίσως αποδίδει την Ξεστή 4. Η εν εξελίξει γεωσκοπική έρευνα στην πεδινή ζώνη που σήμερα λέγεται Μαύρο Ραχίδι, αμέσως κάτω από το Κόκκινο Βουνό (εικ. 18), καλείται να απαντήσει στο σημαντικό τοπογραφικό ζητούμενο του κυρίως (δυτικού) λιμένα, επαληθεύοντας τις μέχρι σήμερα υποθέσεις. Η διασπορά των λειψάνων στην επίπεδη επιφάνεια του υψώματος, η ταυτοποίηση μερικών ενδεικτικών, αλλά σημαντικών, ευρημάτων, κυρίως όμως, η ποιότητα και ποσότητα των γραπτών κονιαμάτων, που προέρχονται από επιμελημένες τοιχογραφημένες επιφάνειες των εκεί κτηρίων, συγκλίνουν στον σημαίνοντα ρόλο που είχε η εγκατάσταση του Κόκκινου Βουνού για τον ακμαίο Υστεροκυκλαδικό Ι οικισμό, ο οποίος απλωνόταν μπροστά του.

Η «μικρά σκαφή» του Μαρινάτου, στοχευμένη και ανταποδοτική των προσδοκιών του ανασκαφέα της, έδειξε ότι στο ηφαιστειογενές ύψωμα, που επόπτευε τον οικισμό και το πολυσύχναστο λιμάνι του, υπήρχε μία εγκατάσταση οργανικά εξαρτημένη από τον αστικό πυρήνα του Ακρωτηρίου, την οποία επαληθεύει με σημαντική τοπογραφική ακρίβεια η Μικρογραφική Ζωφόρος της Δυτικής Οικίας. Ο θεατής της τοιχογραφίας μπορούσε, μάλιστα, να στρέψει τη ματιά του από τον νότιο τοίχο του γωνιακού Δωματίου 5 και να κοιτάξει έξω από τα μεγάλα παράθυρα το ίδιο το Κόκκινο Βουνό, που παριστανόταν δίπλα στη ζωγραφισμένη πόλη. Με μια ανάλογη κίνηση του κεφαλιού, όποιος στεκόταν ψηλά στο βραχώδες ύψωμα άφηνε την πόλη στα αριστερά του για να χαθεί το βλέμμα του στις νησίδες Χριστιανές, νοτιοδυτικά, και στη μακάρια γη της Κρήτης στο βάθος (εικ. 22), όταν το χειμωνιάτικο δειλινό έκανε τον ορίζοντα απόλυτα διαυγή.



Βιβλιογραφία

C. DOUMAS, Thera: Pompei of the Ancient Aegean, London 1983.

C. DOUMAS, The Wall Paintings of Thera, Athens 1992.

C. DOUMAS, The Early History of the Aegean in the Light of the Recent Finds from Akrotiri, Thera, Athens 2008.

C. DOUMAS, «searching for the Early Bronze age aegean metallurgist’s Toolkit», στο: P. BETANCOURT - s. FERRENCE (επιμ.), Metallurgy: Understanding How, Learning Why: Studies in Honor of James D. Muhly, Prehistory Monographs 29, 2011, 165-179.

C. DOUMAS, «Le paysage côtier à la région d’akrotiri, Théra, avant l’éruption volcanique du Bronze récent», στο: G. TOUCHAIS, r. LAFFINEUR, F. ROUGEMONT (επιμ.), PHYSIS. L’Environnement Naturel et la Relation Homme-Milieu dans le Monde Égéen Protohistorique, Actes de la 14e Rencontre égéenne internationale, Paris, Institut National d’Histoire de l’Art (INHA), 11-14 décembre 2012, Aegaeum (annales d’archéologie égéenne de l’université de Liège et uT-PasP), 37 (2014), 130-140.

E. HALLAGER, The Master Impression. A Clay Sealing from Greek-Swedish Excavations at Kastelli, Khania, Studies in Mediterranean Archaeology, vol. LXiX, Goeteborg 1985.

Σπ. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, «Ανασκαφαί Θήρας ΙΙ», ΠΑΕ 1968, 116-117.

Σπ. ΜΑΡΙΝΑΤΟΣ, «Ανασκαφαί Θήρας», Θήρα ii, 35-36.

Α. ΜICHAILIDOU, Weight and Value in Pre-Coinage Societies. Vol. ii. Sidelights on Measurement from the Aegean and the Orient, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 61, Athens 2008.

Κ. ΠΑΛΥΒΟΥ, Ακρωτήρι Θήρας. Η οικοδομική τέχνη, Αθήνα 1999.

C. PALYBOU, Akrotiri Thera, An Architecture of Affluence 3,500 years old, Philadelphia 2005.

ΧΡ. ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΥ, Οι τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας, Αθήνα 1994.

Α. VLACHOPOULOS, «Detecting ‘mycenaean’ elements in the ‘minoan’ wall-paintings of a ‘Cycladic’ settlement. The wall paintings at akrotiri, Thera within their iconographic koine», στο: H. BRECOULAKI, J. DAVIS, S. STOCKER (επιμ.), Mycenaean Wall-Paintings in Context. New Discoveries and Old Finds Reconsidered, Αθήνα 11-13.2.2011, Αθήνα 2015, 36-65.

Α. VLACHOPOULOS, L. ZORZOS, «Physis and Techne on Thera: reconstructing Bronze Αge environment and land-use based on new evidence from phytoliths and the Αkrotiri wall paintings», στο: G. TOUCHAIS, R. LAFFINEUR, F. ROUGEMONT (επιμ.), Physis. L’environnement naturel et la relation homme-milieu dans le monde Égéen protohistorique, Actes de la 14e Rencontre égéenne internationale, Paris, Institut National d’Histoire de l’Art (INHA), 11-14 décembre 2012, Aegaeum (annales d’archéologie égéenne de l’université de Liège et uT-PasP), 37 (2014), 183-197.

D. PAGE, «The Μiniature Frescoes from Akrotiri, Thera», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 51, Α, 1976, 144.

ΑΓΓ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Αρχάγγελος. Μία σημαντική θέση στη νοτιοδυτική Θήρα», ΑΛΣ 6, 2008, 89-94.